κατοικούσας

κατοικούσας
κατοικούσᾱς , κατοικέω
settle in
pres part act fem acc pl (attic epic doric)
κατοικούσᾱς , κατοικέω
settle in
pres part act fem gen sg (doric)
κατοικούσᾱς , κατοικέω
settle in
pres part act fem acc pl (attic epic doric)
κατοικούσᾱς , κατοικέω
settle in
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατοικώ — (ΑΜ κατοικῶ, έω) [κάτοικος] 1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῑς κατοικοῡσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ γ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.) 2. διαμένω σε μια οικία, είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”